- υποαρκτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κάτω από τον αρκτικό κύκλο2. φρ. «υποαρκτικό ρεύμα»ωκεαν. άλλη ονομασία τού αλεούτιου ρεύματος τού Ειρηνικού Ωκεανού.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. subarctic (current)].
Dictionary of Greek. 2013.